ὀτοβέω
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
sound loudly, κοτύλαις A.Fr.57.6 (anap.).
German (Pape)
[Seite 405] p. auch ὀττοβέω; tosen, toben, lärmen, Hesych. erkl. θορυβέω; ὁ δὲ χαλκοδέτοις κοτύλαις ὀτοβεῖ, Aesch. frg. 51; auch c. accus., κηρόπλαστος ὀτοβεῖ δόναξ ὑπνοδόταν νόμον, Prom. 574, u. einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire résonner, faire retentir, acc..
Étymologie: ὄτοβος.
Russian (Dvoretsky)
ὀτοβέω: v.l. ὀττοβέω
1 производить шум, шуметь (χαλκοδέτοις κοτύλαις Aesch.);
2 издавать (звук): ὀτοβεῖ δόναξ ὑπνοδόταν νόμον Aesch. тростниковая свирель баюкает своей песней.