ἱππόκαμπος
English (LSJ)
ὁ,
A monster with horse's body and fish's tail, on which the sea-gods rode, Men.831; ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱ. ἐν τῇ χειρί Str.8.7.2, cf. Philostr.Im.1.8.
2 a small fish, the sea-horse, Dsc.2.3, Ael.NA14.20, Gal.12.362.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cheval marin ou hippocampe, petit poisson de mer.
Étymologie: ἵππος, κάμπη.
Russian (Dvoretsky)
ἱππόκαμπος: ὁ гиппокамп (морское чудовище с телом коня и рыбьим хвостом) Men.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόκαμπος: ὁ, τέρας τι ἔχον σῶμα ἵππου καὶ οὐρὰν ἰχθύος ἐφ’ οὗ οἱ θαλάσσιοι θεοὶ ὠχοῦντο, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 211˙ ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱππ. ἐν τῇ χειρὶ Στράβ. 384, Φιλόστρ. 774. 2) μικρὸν θαλάσσιον ζῷον, ὁ θαλάσσιος ἵππος, Διοσκ. 2. 3, Αἰλ. π. Ζ. 14. 20, κτλ.
Greek Monolingual
ο (Α ἱππόκαμπος, ὁ και μτγν
τ.ἱπποκάμπη, ἡ)
μυθικό θαλάσσιο τέρας που είχε σώμα και μπροστινά πόδια αλόγου και ουρά ψαριού ή φιδιού και πάνω στο οποίο ίππευαν οι θαλάσσιοι θεοί
νεοελλ.
1. ζωολ.
γένος ψαριών της οικογένειας συγναθίδες, κν. αλογάκι της θάλασσας
2. ανατ. περιελιγμένη δομή του εγκεφάλου τών θηλαστικών
αρχ.
είδος μικρού ψαριού, ίσως το ίδιο με το κν. αλογάκι της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κάμπη (ΙΙ) (μυθικό θαλάσσιο τέρας). Ως όρος της ανατομίας η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. hippocampe (πρβλ. ιππόκαμπος)].
German (Pape)
ὁ, ein fabelhaftes Meertier von Rossegestalt mit gebogenem Fischschwanz, auf dem die Meergötter reitend od. fahrend dargestellt werden, Philostr. imagg. 1.8; das Poseidon in der Hand hält, Strab. 8.7.2. – Auch ein Fisch, Seepferdchen, Ael. H.N. 14.20.