εὐτροφία
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ἡ, good nurture, thriving condition, τῶν σωμάτων, τῶν ψυχῶν, Pl.Prt.351a, 351b,cf. Arist.HA542a28, Thphr.HP5.2.2, Orph. Fr.49 vi 89: pl., Ph.2.1, Antyll. ap. Stob.4.37.16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de bien nourrir, bonne nourriture;
2 état d'un être bien nourri, bonne constitution, force.
Étymologie: εὔτροφος.
Russian (Dvoretsky)
εὐτροφία: ἡ
1 хорошее питание, упитанность (τῶν σωμάτων Plat., Arst.);
2 хорошее воспитание (τῶν ψυχῶν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτροφία: ἡ, καλὴ τροφή, ἀνθηρὰ κατάστασις, εὐεξία, τῶν σωμάτων, τῶν ψυχῶν Πλάτ. Πρωτ. 531 Α, κἑξ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 6, κ. ἀλλ.· ἴδε εὐτραφέω.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐτροφία) εύτροφος
1. σωματική ευεξία, παχυσαρκία
2. καλή τροφή, καλή διατροφή.
Greek Monotonic
εὐτροφία: ἡ, καλή τροφή, καλή ανατροφή, κατάσταση ευημερίας, σε Πλάτ.
Middle Liddell
εὐ-τροφία, ἡ,
good nurture, thriving condition, Plat.
German (Pape)
ἡ, gute, reichliche Nahrung, nahrhafte Kost, Medic.; gute Ernährung, σωμάτων und ψυχῶν, Plat. Prot. 351a; Arist. undSp.; – die Wohlgenährtheit, Theophr.