δαφνώδης

From LSJ
Revision as of 18:46, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνώδης Medium diacritics: δαφνώδης Low diacritics: δαφνώδης Capitals: ΔΑΦΝΩΔΗΣ
Transliteration A: daphnṓdēs Transliteration B: daphnōdēs Transliteration C: dafnodis Beta Code: dafnw/dhs

English (LSJ)

ες, A bay-wooded, γύαλα E.Ion76. II like bay, Thphr.HP9.10.1.

Spanish (DGE)

-ες
1 semejante al laurel φύλλον Thphr.HP 9.10.1.
2 abundante en laurel, lleno de laureles δαφνώδη γύαλα ref. al áditon de Delfos, E.Io 76.

German (Pape)

[Seite 525] ες, = δαφνοειδής, Theophr.; γύαλα, mit Lorbeer bewachsen, Eur. Ion 76.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 semblable au laurier;
2 paré de lauriers.
Étymologie: δάφνη, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαφνώδης -ες [δάφνη] vol met laurieren.

Russian (Dvoretsky)

δαφνώδης: поросший лавровыми деревьями (γύαλα Eur.).

Greek Monolingual

-ες (AM δαφνώδης, -ες) δάφνη
1. γεμάτος δάφνες
2. δαφνοειδής, όμοιος με δάφνη ή με φύλλα δάφνης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαφνώδη, τα
τα δαφνοειδή, οι δαφνίδες.

Greek Monotonic

δαφνώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με δάφνη, δαφνοειδής, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνώδης: -ες, = δαφνοειδής, πλήρης δάφνης, γύαλα Εὐρ. Ἴωνι 76.

Middle Liddell

εἶδος
like laurel: laurelled, Eur.