ἀπορρέζω
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
fut. -ρέξω, sacrifice, χίμαρον v.l. in Theoc.Ep.4.15; offer part of, Is.Fr.105.
Spanish (DGE)
ofrendar χίμαρον Theoc.Ep.4.15 (var. AP 9.437)
•abs. ofrecer una parte Is.Fr.33.
French (Bailly abrégé)
1 offrir en sacrifice une part de;
2 donner une part de.
Étymologie: ἀπό, ῥέζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορρέζω: приносить в жертву (χίμαρον Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρέζω: μέλλ. -ρέξω, προσφέρω θυσίαν ἐξ ὧν ἔχω, κεὐθὺς ἀπορρέξειν χίμαρον καλὸν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 15 (διάφ. γραφ. ἐπιρρέζω) Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. (ὅστις λέγει «ἀπορρέζοντες· ἀπομερίζοντες, ἀπόμοιράν τινα δόντες»).
Greek Monolingual
ἀπορρέζω (Α)
προσφέρω θυσία απ' ό,τι έχω.
Greek Monotonic
ἀπορρέζω: μέλ. -ρέξω, προσφέρω μέρος από κάτι ή προσφέρω ως θυσία κάτι από αυτά που έχω στην κατοχή μου, με γεν. διαιρ., σε Θεόκρ.
Middle Liddell
to offer some of a thing, c. gen. partit., Theocr.
German (Pape)
(ῥέζω). von etwas opfern, χίμαρον Theocr. ep. 4 (IX.437). In B.A. 434 und Harp. wird ἀπορρέξαντες, = ἀπόμοιραν δόντες erkl. aus Isaeus.