ἑρματίζω

From LSJ
Revision as of 19:07, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμᾰτίζω Medium diacritics: ἑρματίζω Low diacritics: ερματίζω Capitals: ΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: hermatízō Transliteration B: hermatizō Transliteration C: ermatizo Beta Code: e(rmati/zw

English (LSJ)

A = ἑρμάζω, support by means of a sling, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Hp.Fract.23. II (ἕρμα 1.4) steady as by ballast, ἑ. ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plu.2.967b:—Med., ballast themselves, λιθιδίοις ib.979b: —Pass., τοῖς ἀξιολόγοις ἀγαθοῖς ἡρματίσθαι Phld.Mort.18. 2 trans. in Med., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται they take brides into their houses as ballast, E.Fr.402.8, cf. Lyc.1319.

German (Pape)

[Seite 1032] = ἑρμάζω, feststellen, Hippocr.; – mit Ballast beladen, von den Bienen, ἀνεμῶδές τι μέλλουσαι κάμπτειν ἀκρωτήριον, ἑρματίζουσιν ἑαυτὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ παραφέρεσθαι μικροῖς λιθιδίοις Plut. sol. anim. 10; so auch im med., ibd. 23 (vgl. ἕρμα); – aufladen, auf ein Schiff, εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο Lycophr. 1319, Schol. εἰς τὴν Ἀργὼ ἀνεβίβασεν; übertr., νύμ φας ἐς οἴκους ἑρματίζονται Eur. fr. In. 14.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. ἡρμάτισμαι;
1 étayer, soutenir;
2 lester;
Moy. ἑρματίζομαι se lester.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμᾰτίζω: ἕρμα I]
1 тж. med. подпирать, удерживать в равновесии, делать устойчивым (ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plut.);
2 med. брать себе в качестве груза (τινὰ εἰς οἴκους Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμᾰτίζω: ἑρμάζω, ὑποστηρίζω διὰ χειρογραφικὴς ἀρτάνης, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Ἱππ. π. Ἀγμ. 766. ΙΙ. ἐπιθέτω ἕρμα, σαβοῦρραν (ἕρμα 1. 5), ἑρμ. ἑαυτοὺς λιδιθίοις Πλούτ. 2. 967Β. ― Μέσ., ἑρματίζω, ἐμαυτόν, ἱσορροπῶ, λιδιθίοις αὐτόθ. 979D· ἀλλὰ μεταβ., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται, παραλαμβάνουσι νύμφας εἰς τὰς οἰκίας των ὡς ἑρμα. Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 8, πρβλ. Λυκόφρ. 1319.

Greek Monolingual

(AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) έρμα
τοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατο
αρχ.
1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.)
2. μέσ. ἑρματίζομαι
α) ισορροπῶ
β) παίρνω κάτι ως στήριγμα.