βουκολιάζω

From LSJ
Revision as of 20:10, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

German (Pape)

[Seite 456] Hirtenlieder singen u. dichten, Theocr. 5, 44, in dor. Form βουκολιάσδω. – Med., in ders. Bdtg, Theocr. 9, 1 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

chanter des chants de berger;
Moy. βουκολιάζομαι m. sign.
Étymologie: βουκόλος.

Greek (Liddell-Scott)

βουκολιάζω: Βίων 5, 5· καὶ μέσ. βουκολιάζομαι, Δωρ. βωκολιάσδομαι, μέλλ. -αξιοῦμαι, ἀποθ., ψάλλω ἢ ποιῶ βουκολικὰ ᾄσματα, Θεόκρ. 5. 44 (μετὰ διαφ. γραφ. -αξεῖς), 60., 7. 36., 9.1 καὶ 5·- παρ’ Εὐστ. 1416. 39 καὶ -ίζω.

Greek Monolingual

βουκολιάζω και βουκολιάζομαι και (δωρ. τ.) βωκολιάσδομαι (Α)
συνθέτω και τραγουδώ βουκολικά άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος, κατά τα θεσμοφοριάζω, οργιάζω κ.ά.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουκολιάζω, Dor. βουκολιάσδω βουκολέω med. herdersliederen zingen.