μεγαλόνοια

From LSJ
Revision as of 20:15, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόνοια Medium diacritics: μεγαλόνοια Low diacritics: μεγαλόνοια Capitals: ΜΕΓΑΛΟΝΟΙΑ
Transliteration A: megalónoia Transliteration B: megalonoia Transliteration C: megalonoia Beta Code: megalo/noia

English (LSJ)

ἡ, A magnanimity, Pl.Lg.935b, J.BJ1.21.12, Plu.2.401d, Luc.Apol.9, Ael.NA15.22. II elevation of thought, Luc.Pisc.22, Simp. in Ph. 1147.5. III as honorific title, ἡ ὑμετέρα μ. PFlor.303.7 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, großer Verstand, Plat Legg. XI, 935 b u. Sp., wie Luc. Pisc. 22; Großherzigkeit, Ael. N. A. 15, 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 grande intelligence, esprit sublime, génie;
2 magnanimité.
Étymologie: μεγαλόνοος.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόνοια:высокий ум или величие мысли Plat., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόνοια: ἡ, μέγας νοῦς, μεγαλοφυΐα, Πλάτ. Νόμ. 935Β, Πλούτ. 2. 401D, Λουκ. Ἁλιεῖς 22. ΙΙ. μεγαλοψυχία, Αἰλ. π. Ζ. 15. 22.

Greek Monolingual

η (ΑM μεγαλόνοια) μεγαλόνους
1. εξαιρετική πνευματική κατάσταση, μεγαλοφυΐα
2. ανωτερότητα σκέψης
αρχ.
μεγαλοψυχία.

Greek Monotonic

μεγᾰλόνοια: ἡ, μεγάλη διανοητική δύναμη, ευφυΐα, σε Πλάτ., Λουκ.

Middle Liddell

μεγᾰλόνοια, ἡ,
greatness of intellect, Plat., Luc. [from μεγᾰλόνους]