βεμβικίζω
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
set a-spinning, ἑαυτούς Id.V.1517.
Spanish (DGE)
(βεμβῑκίζω) hacer girar como una peonza ἑαυτούς Ar.V.1517.
German (Pape)
[Seite 442] wie einen Kreisel drehen, Ar. Vesp. 1517.
French (Bailly abrégé)
faire tourner comme une toupie, faire pirouetter.
Étymologie: βέμβιξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βεμβικίζω βέμβιξ laten tollen, laten draaien als een tol.
Russian (Dvoretsky)
βεμβῑκίζω: вращать волчком Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βεμβῑκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (βέμβιξ), κάμνω νὰ περιστρέφηταί τι, ἵνα βεμβικίζωσιν ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1517.
Greek Monolingual
βεμβικίζω (Α) βέμβιξ
περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα.
Greek Monotonic
βεμβῑκίζω: (βέμβιξ), μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάτι να περιστρέφεται σαν σβούρα, σε Αριστοφ.