βεμβικίζω

From LSJ
Revision as of 13:41, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεμβῑκίζω Medium diacritics: βεμβικίζω Low diacritics: βεμβικίζω Capitals: ΒΕΜΒΙΚΙΖΩ
Transliteration A: bembikízō Transliteration B: bembikizō Transliteration C: vemvikizo Beta Code: bembiki/zw

English (LSJ)

set a-spinning, ἑαυτούς Id.V.1517.

Spanish (DGE)

(βεμβῑκίζω) hacer girar como una peonza ἑαυτούς Ar.V.1517.

German (Pape)

[Seite 442] wie einen Kreisel drehen, Ar. Vesp. 1517.

French (Bailly abrégé)

faire tourner comme une toupie, faire pirouetter.
Étymologie: βέμβιξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεμβικίζω βέμβιξ laten tollen, laten draaien als een tol.

Russian (Dvoretsky)

βεμβῑκίζω: вращать волчком Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βεμβῑκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (βέμβιξ), κάμνω νὰ περιστρέφηταί τι, ἵνα βεμβικίζωσιν ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1517.

Greek Monolingual

βεμβικίζω (Α) βέμβιξ
περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα.

Greek Monotonic

βεμβῑκίζω: (βέμβιξ), μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάτι να περιστρέφεται σαν σβούρα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

βέμβιξ
to set a spinning, Ar.