διαιώνιος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
α, ον (also ος, ον Phld.Piet.80, Ph.2.569), everlasting, φύσις Pl.Ti.39e; εὐδαιμονία Phld. l.c., cf. Ph. l.c., Jul.Or.4.144c; ζῷα Phld.Piet.111. Adv. -ιως Procl.Theol.Plat.5.37, Syrian.in Metaph.103.28, Jul.Or.4.145a.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Ph.2.569]
1 eterno φύσις Pl.Ti.39e, θυσίαι Ph.l.c., ζῷα Phld.Piet.693
•subst. τὸ δ. la eternidad Iul.Or.11.144c
•neutr. como adv. por siempre δ. ἔχειν τὴν τελείαν εὐδαιμονίαν Phld.Piet.352.
2 adv. -ως eternamente, perpetuamente δ. ἵδρυσαι Procl.Theol.Plat.5.37 (p.137), cf. Syrian.in Metaph.103.28, Iul.Or.11.145a, Didym.M.39.832B.
German (Pape)
[Seite 580] α, ον, immerwährend, ewig; φύσις Plat. Tim. 39 e; Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαιώνιος -α -ον, f. ook -ος [διά, αἰών] eeuwig.
Russian (Dvoretsky)
διαιώνιος: непреходящий, вечно существующий, вечный (φύσις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
διαιώνιος: -α, -ον, ἐπιτεταμένον ἀντὶ αἰώνιος, διαρκῶν δι’ ὅλου τοῦ χρόνου, αἰώνιος, Πλάτ. Τιμ. 39Ε. ― Ἐπίρρ. -ως, Πρόκλ. 238.
Greek Monolingual
διαιώνιος, -ία, -ον και -ος, -ον (Α)
ο αιώνιος, αυτός που δεν τελειώνει ποτέ.