κυμοδέγμων
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
ον, gen. ονος, receiving or meeting the waves, ἀκτή E. Hipp.1173.
German (Pape)
[Seite 1531] ἀκτή, die Fluth empfangend, aufnehmend, Eur. Hipp. 1173.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui reçoit les flots, baigné par les flots.
Étymologie: κῦμα, δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυμοδέγμων -ον [κῦμα, δέχομαι] door golven bespoeld.
Russian (Dvoretsky)
κῡμοδέγμων: 2, gen. ονος принимающий на себя удары волн (ἀκτή Eur.).
Greek Monolingual
κυμοδέγμων, κυμόδεγμον, -όνος (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέγμων, οικοδέγμων].
Greek Monotonic
κῡμοδέγμων: -ον (δέχομαι), αυτός που συναντά τα κύματα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμοδέγμων: -ον, ἐπὶ θαλασσίας ἀκτῆς, ἡ δεχομένη τὰ κύματα, ἀκτὴ Εὐρ. Ἱππ. 1173.