ἀηδόνιος
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ον, A of a nightingale, γόος, νόμος ἀ., A.Fr.291, Ar.Ra.684. 2 of sleep, light, Nicoch.4 D., cf. Nonn.D.5.411.
Spanish (DGE)
-ον
1 del ruiseñor, γόος A.Fr.749, νόμος Ar.Ra.684
•fig. como el del ruiseñor κλαγγή Nicom.Trag.13
•del sueño como el del ruiseñor, muy ligero Nicoch.19, Nonn.D.5.411.
2 frecuentado por los ruiseñores πέτρα E.Io.1482.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de rossignol.
Étymologie: ἀηδών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀηδόνιος -ον ἀηδών van een nachtegaal.
Russian (Dvoretsky)
ἀηδόνιος: соловьиный (γόος Aesch.; νόμος Arph.): ἀ. πέτρα Eur. скала, оглашаемая соловьиным пением.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδόνιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἀηδόνα, γόος, νόμος ἀ., ὁ θρῆνος τῆς ἀηδόνος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 420, Ἀριστοφ. Βάτ. 684· πρβλ. ἀηδόνειος.
Greek Monotonic
ἀηδόνιος: -ον, αυτός που ανήκει σε αηδόνι, γόος, νόμος ἀηδόνιος, ο θρήνος του αηδονιού, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
of a nightingale, γόος, νόμος ἀ. the nightingale's dirge, Aesch.
German (Pape)
s. ἀηδόνειος.