δημόλευστος
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ον, publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, S.Ant.36; of a person, Lyc.331.
Spanish (DGE)
-ον
1 producido por lapidación pública φόνος S.Ant.36.
2 lapidado por el pueblo πρέσβυς Lyc.331.
German (Pape)
[Seite 563] vom Volk gesteinigt, Lycophr. 331; φόνος, Steinigungstod, Soph. Ant. 36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lapidé par le peuple : δημόλευστος φόνος SOPH mort d'un supplicié lapidé par le peuple.
Étymologie: δῆμος, λεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημόλευστος -ον [δῆμος, λεύω] door het volk gestenigd.
Russian (Dvoretsky)
δημόλευστος: всенародно побитый камнями: φόνος δ. Soph. смерть от побиения камнями.
Greek (Liddell-Scott)
δημόλευστος: -ον, ὁ δημοσίᾳ λιθοβοληθείς, Λυκόφρ. 331· δ. φόνος, θάνατος διὰ δημοσίου λιθοβολισμοῦ, Σοφ. Ἀντ.36.
Greek Monolingual
δημόλευστος, -ον (Α)
1. ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό
2. φρ. «δημόλευστος φόνος» — αυτός που έγινε με δημόσιο λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + λεύω «λιθοβολώ»].
Greek Monotonic
δημόλευστος: -ον (λεύω), αυτός που λιθοβολείται δημόσια· δ. φόνος, θάνατος μέσω δημοσίου λιθοβολισμού, σε Σοφ.
Middle Liddell
λεύω
publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, Soph.