καταφαρμακεύω

From LSJ
Revision as of 13:57, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφαρμᾰκεύω Medium diacritics: καταφαρμακεύω Low diacritics: καταφαρμακεύω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΡΜΑΚΕΥΩ
Transliteration A: katapharmakeúō Transliteration B: katapharmakeuō Transliteration C: katafarmakeyo Beta Code: katafarmakeu/w

English (LSJ)

A dose with drugs, Alex.Trall.9.3, Febr.7. II anoint with drugs or charms, τὰ πρόσωπα φαρμάκοις Luc.Am.39: hence, 2 enchant, bewitch, Pl.Phdr.242e (Pass.), Plu.2.141b. III poison, Id.Dio 3.

French (Bailly abrégé)

empoisonner, acc..
Étymologie: κατά, φαρμακεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφαρμακεύω [κατά, φάρμακον] met middeltjes behandelen schminken:; φαρμάκοις κ. τὰ πρόσωπα hun gezicht met make-up bestrijken [Luc.] 49.39; betoveren:. ( στόμα ) καταφαρμακευθέν ὑπὸ σοῦ (mijn mond) die door jou betoverd is Plat. Phaedr. 242e; αἰτιασάμενος καταφαρμακεύειν nadat hij haar van tovenarij had beschuldigd Plut. Dion 3.6.

Russian (Dvoretsky)

καταφαρμᾰκεύω:
1 отравлять (τινά Plut.);
2 околдовывать, зачаровывать Plut.: τὸ στόμα καταφαρμακευθὲν ὑπό τινος Plat. уста, подвластные чьим-л. чарам;
3 подкрашивать, красить (ποικίλοις φαρμάκοις τὰ πρόσωπα Luc.).

Greek Monolingual

καταφαρμακεύω (AM)
μσν.-αρχ.
δηλητηριάζω
αρχ.
1. δίνω ορισμένες δόσεις φαρμάκων
2. αλείφω με φάρμακα ή με ψιμύθια
3. γοητεύω, μαγεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαρμακεύω «συστήνω φάρμακο, δηλητηριάζω, μαγεύω»].

Greek Monotonic

καταφαρμᾰκεύω: μέλ. -σω, αλείφω με φάρμακα ή φυλαχτά, μαγεύω, σαγηνεύω, καταθέλγω, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταφᾰρμακεύω: ἀλείφω μὲ φάρμακα ἢ μὲ ψιμύθια, τὰ πρόσωπα φαρμάκοις ποκίλοις καταφαρμακεύουσαι γρᾶες Λουκ. Ἔρωτες 39· ἐντεῦθεν, 2) γοητεύω, μαγεύω, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Ε (ἐν τῷ Παθ.). 3) δηλητηριάζω, Πλουτ. Δίων 3, κτλ.

Middle Liddell

fut. σω
to anoint with drugs or charms, to enchant, bewitch, Plat.

German (Pape)

mit einem Zauber- oder Heilmittel bestreichen, bezaubern, pass., Plat. Phaedr. 242e; – vergiften, τινά, Plut. Dion. 3. – Übh. bestreichen, schminken, ποικίλοις φαρμάκοις καταφαρμακεύουσαι τὰ πρόσωπα Luc. Amor. 39.