πολύαιμος
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ον, full of blood, of a full habit, Hp.Flat.14, Arist.HA515a20, 520b27 (Comp.); πλεύμων Id.PA669a27.
German (Pape)
[Seite 659] voll Blut, vollblütig; Hippocr. u. Folgde; Schol. Il. 1, 177.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύαιμος -ον [πολύς, αἷμα] goed doorbloed.
Russian (Dvoretsky)
πολύαιμος: Arst. = πολυαίματος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύαιμος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ αἷμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 15, π. Ζ. Μορ. 3. 6, 6, καὶ συχν. ἐν τοῖς Ἱπποκρατείοις· ― πολυαιμέω, ἔχω πολὺ αἷμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 28· ― πολυαιμία, ἡ, ἀφθονία αἵματος, αὐτόθι 13. 6. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύαιμος, -ον ΝΑ
αυτός που έχει πολύ αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. ολιγό-αιμος, παχύ-αιμος].