πολύθριξ
From LSJ
τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, with much hair, of persons, AP 6.276 (Antip.); οὐρά Gp. 17.2.1. Subst., = ἀδίαντον, Plin. HN 25.132.
German (Pape)
[Seite 663] ὁ, ἡ, mit vielen Haaren, Sp.
French (Bailly abrégé)
ύτριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux ou aux poils abondants.
Étymologie: πολύς, θρίξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύθριξ -τριχος [πολύς, θρίξ] met veel haar.
Russian (Dvoretsky)
πολύθριξ: τρῐχος adj. с густыми волосами, пышнокудрый (παρθένος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς τρίχας, Ἀνθ. Π. 6. 276, Γεωπ. 17. 2, 1.
Greek Monolingual
-τριχος, ΜΑ
βλ. πολύτριχος.
Greek Monotonic
πολύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά μαλλιά, δασύ τρίχωμα, σε Ανθ.