εὐπαθέω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
A enjoy oneself, make merry, πίνειν καὶ εὐπαθέειν Hdt.2.133,174; indulge oneself, live comfortably, Pl.R.347c; of the soul, τρέφεται καὶ εὐπαθεῖ Id.Phdr. 247d; opp. δυστυχέω, D.C.56.45. 2 receive benefits, ὑπό τινος from one, Plu.2.176b (better divisim).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 vivre dans les plaisirs, mener une vie de plaisirs;
2 être bien traité.
Étymologie: εὐπαθής.
Russian (Dvoretsky)
εὐπᾰθέω:
1 предаваться удовольствиям, наслаждаться (πίνειν καὶ εὐ. Her.; ἐν δείπνων περιόδοις Plut.);
2 филос. упиваться блаженством Plat.;
3 пользоваться благодеяниями (ὑπό τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπᾰθέω: διάγω εὐάρεστον τὸν βίον, εὐφραίνομαι, εὐθυμῶ, πίνειν καὶ εὐπαθέειν Ἡρόδ. 2. 133, 174, Πλάτ. 347C· ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 247D· ἴδε εὐπάθεια· ἀντίθετον τῷ δυστυχέω, Δίων Κ. 56. 45. 2) λαμβάνω εὐεργεσίας, εὐεργετοῦμαι, ὑπό τινος Πλούτ. 2. 176Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
Greek Monotonic
εὐπᾰθέω: μέλ. -ήσω, είμαι τυχερός, ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω, διασκεδάζω, τέρπομαι, ευθυμώ, χαίρομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Middle Liddell
εὐπᾰθέω, fut. -ήσω
to be well off, enjoy oneself, make merry, Hdt., Plat. [from εὐπᾰθής]
German (Pape)
sich wohl sein lassen, sich dem Genusse hingeben, sich vergnügen, B.A. 94 ἡσθῆναι erkl.; πίνειν καὶ εὐπαθέειν Her. 2.133, 174; Plat. Phaedr. 247d, Rep. I.347c und Sp.; πρός τι, sich an Etwas erfreuen, Plut., ὑπό τινος, von Jem. Gutes erfahren, reg.apophth. p. 91; – Suid. auch im med. εὐπαθεῖσθαι, τρυφᾶν.