πολύφθορος
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
ον, Pass., utterly destroyed or utterly ruined, Οἰχαλία, δῶμα, S. Tr. 477, El. 10. (φθείρω II. 4) involving or enduring many wanderings, π. τύχαι, πλάνη, A. Pr. 633, 820; of merchants, S. Fr. 555.5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 entièrement dévasté, ruiné;
2 riche en catastrophes;
3 qui court mille dangers.
Étymologie: πολύς, φθείρω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος
αρχ.
1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.)
2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ανεμό-φθορος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
πολύφθορος:
1 пораженный многими бедствиями (δῶμα Πελοπιδῶν Soph.);
2 совершенно разрушенный, разоренный (Οἰχαλία Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύφθορος -ον [πολύς, φθείρω] veel geteisterd, aan veel vernietiging blootgesteld:. ξένων... στίχας πολυφθόρους ἐν δαί de gelederen van de vreemdelingen, zwaar geteisterd in de strijd Aeschl. Sept. 925; πολύφθορόν τε δῶμα het door rampspoed geteisterde huis Soph. El. 10. veel rondzwervend:. π. πλάνη vele omzwervingen Aeschl. PV 820; τὰς πολυφθόρους τύχας hun ongelukkige omzwervingen Aeschl. PV 633.
Middle Liddell
pass. utterly destroyed, Soph.
English (Woodhouse)
German (Pape)
sehr viel Verderben, Unglück habend; δῶμα Πελοπιδῶν, Soph. El. 10, vgl. Trach. 477; Eur. Phoen. 1029.