ἀποκοτταβίζω

From LSJ
Revision as of 10:51, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκοττᾰβίζω Medium diacritics: ἀποκοτταβίζω Low diacritics: αποκοτταβίζω Capitals: ΑΠΟΚΟΤΤΑΒΙΖΩ
Transliteration A: apokottabízō Transliteration B: apokottabizō Transliteration C: apokottavizo Beta Code: a)pokottabi/zw

English (LSJ)

A dash out the last drops of wine, as in playing at the cottabus, X.HG2.3.56, cf. Ath.15.665e. 2 metaph., vomit, Herod. Med. ap. Orib.10.8.12.

Spanish (DGE)

(ἀποκοττᾰβίζω) 1 jugar al cótabo οἱ ἀποκοτταβίζοντες Ath.665d
οἱ Ἀποκοτταβίζοντες Los jugadores de cótabo tít. de una comedia de Amipsias, Ath.666a.
2 fig. arrojar el resto de una copa de vino en un brindis, X.HG 2.3.56, Teles 2 p.17.9
en medic. vomitar Herod.Med. en Orib.10.8.12.

German (Pape)

[Seite 308] die letzten Tropfen Weins aus dem Becher auf die Erde oder in ein ehernes Becken werfen, daß es klatscht, Xen. Hell. 2, 3, 56; vgl. Ath. XV, 655 e ff u. s. κότταβος.

French (Bailly abrégé)

1 jeter le fond d'une coupe à terre ou dans un vase, de manière à faire du bruit comme au jeu du cottabe;
2 vomir.
Étymologie: ἀπό, κοτταβίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκοττᾰβίζω: (ср. κότταβος) с шумом выплескивать остаток вина из чаши Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκοττᾰβίζω: ἀπορρίπτω, ἀποτινάσσω τὸ λειπόμενον πόμα τοῦ ποτηρίου εἰς τὴν γῆν ἢ εἰς χαλκῆν λεκάνην οὕτως ὥστε πῖπτον ν’ ἀποτελέσῃ ἦχον ὡς ἐποίουν ἐν τῇ παιδιᾷ τοῦ κοττάβου, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· λαβὼν τὸ ποτήριον ἐξέπιε, καὶ τὸ τελευταῖον ἀποκοτταβίσας τουτί φησιν Ἀλκιβιάδῃ τῷ καλῷ Στοβ. Ἀνθ. 5. 67 μεταφρασθὲν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος reliquum a poculo ejicere· πρβλ. κότταβος καὶ ἴδε Κωμ. Ἑλλ. (Meineke) 1. 200· «τὸ λειπόμενον πόμα τοῦ ποτηρίου ἐκχεῖν οὕτως ὥστε ψόφον ποιεῖν» Ἐτυμ. Μ. 2) μεταφ. παρὰ μεταγεν., ἐμῶ, ἐξεμῶ, Ἰατρ. (Matthaei) 294.

Greek Monolingual

ἀποκοτταβίζω (Α)
1. εκτοξεύω ό,τι έχει απομείνει στο ποτήρι του κρασιού, παίζω κότταβο
2. φτύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από - + κοτταβίζω «παίζω τον κότταβο, φτύνω»].

Greek Monotonic

ἀποκοττᾰβίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ, τινάζω στη γη ή σε χάλκινη λεκάνη τις τελευταίες σταγόνες του κρασιού από το ποτήρι ώστε πέφτοντας να παραγάγει χαρακτηριστικό ήχο, όπως συνέβαινε στο παιχνίδι του κοττάβου, σε Ξεν.

Middle Liddell


to dash out the last drops of wine, as in playing at the cottabus, Xen.