προδιαλύω

From LSJ
Revision as of 11:01, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "intr." to "intr.")

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαλύω Medium diacritics: προδιαλύω Low diacritics: προδιαλύω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΛΥΩ
Transliteration A: prodialýō Transliteration B: prodialyō Transliteration C: prodialyo Beta Code: prodialu/w

English (LSJ)

A dissolve or break up before, τὰς τάξεις Plb.11.16.2; τὴν τῆν Plu.2.640e:—Pass., Arist.Pr.934b6. 2 relax previously, λεπτυνούσῃ διαίτῃ Gal.18(2).462. 3 dilute previously, ὕδατι Asclep.(?)ap.Gal.12.586. 4 mitigate first, Gal.14.693. 5 refute by anticipation, Lib.Decl.49 intr.5.

German (Pape)

[Seite 715] (s. λύω), vorher auflösen, προδιαλελυκότες τὴν τάξιν, Pol. 11, 16, 2.

French (Bailly abrégé)

1 dissoudre d'abord;
2 écarter ou entrouvrir auparavant, acc..
Étymologie: πρό, διαλύω.

Russian (Dvoretsky)

προδιαλύω:
1 ранее распускать, рассеивать (πνεῦμα προδιαλύεται Arst.): προδιαλελυκότες τὰς τάξεις Polyb. расстроив свои ряды, т. е. беспорядочной толпой;
2 ранее растворять (τὴν γῆν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προδιαλύω: διαλύω πρότερον, τὴν τάξιν Πολύβ. 11. 16, 2· τὴν γῆν Πλούτ. 2. 640Ε. ― Παθ., Ἄριστ. Προβλ. 23. 28.

Greek Monolingual

Α
1. διαλύω ή διασπώ κάτι από πριν («προδιαλελυκότες τὰς τάξεις τῶν Λακεδαιμονίων», Πολ.)
2. χαλαρώνω προηγουμένως
3. αναλύω προηγουμένως
4. μετριάζω, μειώνω, αμβλύνω κάτι προηγουμένως
5. ανασκευάζω προκαταβολικά.