δυσαίων
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, most miserable, Trag. only lyr., A.Th.926 (prob.), S.OC151; αἰὼν δ. a life that is no life, E.Hel.213; δ. ὁ βίος Id.Supp.960.
Spanish (DGE)
-ωνος
1 muy desgraciado de Edipo, S.OC 151, αἰών E.Hel.213, ὁ βίος E.Supp.960, μόρος Lyc.1076, χήρη AP 7.475 (Diotim.), οἴμοι δ. ¡ay de mí, desgraciada! Lyc.314.
2 funesto, aciago μοῖρα Milet 6(2).736 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 675] ωνος, unglücklich lebend; Soph. O. C. 149 u. sp. D.; αἰών u. βίος δ ., Unglücksleben, Eur. Hel. 214 Suppl. 960.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
dont la vie est malheureuse, infortunée.
Étymologie: δυσ-, αἰών.
Russian (Dvoretsky)
δυσαίων: ωνος adj.
1 влачащий тяжелую жизнь, крайне бедствующий (sc. Οἰδίπους Soph.);
2 полный горя, бедственный (βίος, αἰών Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, διάγων ζωὴν δύσκολον, δυστυχής, Αἰσχύλ. Θήβ. 927 (Δινδ.), Σοφ. Ο. Κ. 150· αἰὼν δυσαίων, ζωὴ ἀθλία, βίος ἀβίωτος, Εὐρ. Ἑλ. 214· δυσαίων δ’ ὁ βίος ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 960· - πρβλ. ἀβίωτος.
Greek Monolingual
δυσαίων, ο, η (Α)
δυστυχισμένος («δυσαίων αἰών» — άθλια ζωή).
Greek Monotonic
δυσαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που διάγει δύσκολη ζωή, πλέον δυστυχής, δυστυχισμένος, κακομοίρης, σε Αισχύλ., Σοφ.· αἰὼν δυσαίων, μια ζωή που δεν είναι ζωή, ζωή ψευτοζωή, βίος αβίωτος, σε Ευρ.
Middle Liddell
δυσ-αίων, ωνος, n
living a hard life, most miserable, Aesch., Soph.; αἰὼν δυσαίων a life that is no life, Eur.