στόμις

From LSJ
Revision as of 11:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμις Medium diacritics: στόμις Low diacritics: στόμις Capitals: ΣΤΟΜΙΣ
Transliteration A: stómis Transliteration B: stomis Transliteration C: stomis Beta Code: sto/mis

English (LSJ)

ὁ, hard-mouthed horse, A.Fr.442 (v.l. στομίας).

German (Pape)

[Seite 948] ὁ, = στομίας, Aesch. frg. 347 in B. A. 64, ὁ μὴ πειθόμενος χαλινῷ.

Russian (Dvoretsky)

στόμις: ιδος, v.l. στομίς, ίδος adj. m не повинующийся узде, непокорный (sc. ἵππος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

στόμις: ὁ, σκληροστομος, σκληροτράχηλος, δυσπειθὴς ἵππος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 346, ἔνθα ἴδε τὸν Ἕρμανν. (386)· στομίας παρὰ τῷ Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόμις· ὁ ἀπειθής· μέγα στόμα ἔχων, καὶ τοὺς ἵππους δὲ στομίας λέγουσι τοὺς ἀπειθοῦντας τοῖς χαλινοῖς».

Greek Monolingual

-εως, ὁ, Α
(για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα -ις, -εως (πρβλ. γάστρ-ις, -εως)].