ἐφάμερος
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
ἐφᾱμέριος, Dor. for ἐφημ-.
German (Pape)
[Seite 1112] dor. = ἐφήμερος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφάμερος: ἐφᾱμέριος, Δωρ. ἀντὶ ἐφήμερος, ἐφημέριος.
English (Slater)
ἐφᾱμερος, -ιος; ἐπᾱμερος, -ιος (v. Forssman, 11ff., Fränkel, W & F, 23ff.)
a adj.
I by day καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.6)
II daily, i. e. of the day, day by day τερπνὸν ἐφάμερον διώκων (I. 7.40)
b subs., creature of a day, mortal ἐπάμεροι (sc. εἰσὶν ἄνθρωποι) (P. 8.95) ὦ τάλας ἐφάμερε (Hermann: ἐφήμερε codd.: Silenos speaks to Olympos) fr. 157. ὦ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182.
Greek Monolingual
ἐφάμερος, -ον (Α)
δωρ. τ., βλ. ἐφήμερος.
Greek Monotonic
ἐφάμερος: ἐφ-ᾱμέριος, Δωρ. αντί ἐφ-ήμ-.