Δωρικός

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δωρικός Medium diacritics: Δωρικός Low diacritics: Δωρικός Capitals: ΔΩΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Dōrikós Transliteration B: Dōrikos Transliteration C: Dorikos Beta Code: *dwriko/s

English (LSJ)

ή, όν, Doric, Hdt.8.43, Th.3.95, etc.: Comp. Δωρικώτερος A.D.Adv.159.27. Adv. Δωρικῶς Id.Pron.48.27, S.E.M.1.78: Comp. Δωρικώτερον A.D.Synt. 159.16.

Spanish (DGE)

(Δωρῐκός) Δωρική, Δωρικόν
I 1dórico, dorio del pueblo ἔθνος Hdt.7.99, 8.43, Scymn.Fr.25, γένος Hdt.1.56
del territorio χῶροι Hdt.7.102, τῶν ... τὰς Δωρικὰς πόλεις κτισάντων Isoc.Ep.9.3, cf. Ephor.231, Scymn.291, 629, Ἄργος S.OC 1301, τετράπολις Str.9.3.1, St.Byz.s.u. Ἀκύφας, ἀποικία Scymn.262
de pers. ἀνήρ AP 7.231 (Damag.), Σικελίας σκαπτοῦχοςΔωρικός Archimel.SHell.202.17
ref. la lengua ὄνομα Pl.Cra.409a, ῥBold textῆμα EM α 1537, διάλεκτος Iambl.VP 242, 243, EM 391.14G., cf. Hdn.Gr.2.57, πρόθεσις Sch.Theoc.1.2e
neutr. plu. subst. τὰ Δωρικά (ῥήματα) las formas verbales dorias A.D.Synt.213.15, ἄλλα τινὰ Δωρικά Choerob.in Theod.123.11
rel. las instituciones νόμιμα Th.6.4, ἀριστοκρατία Plu.Arat.2
de cosas πέπλοι A.Pers.183, ἄρτος Theoc.24.138, προσκεφάλαια Ath.255e
mús. Δωρικὴ ἁρμονία = modo dorio Sch.Pi.O.1.26c
en arq. de estilo dórico τρίγλυφοι E.Or.1372, τὸ ἐπίκρανον IG 22.1665.21, cf. 1666A.55 (ambas IV a.C.), ID 500A.15 (III a.C.), κίων Poll.7.121.
2 neutr. subst. τὸ Δωρικόν = el pueblo dorio, la estirpe doria Paus.2.13.1, 10.8.2, Str.8.1.2.
II adv. Δωρικῶς = en dialecto dorio τὸ δὲ σὰν ἀντὶ τοῦ σίγμα Δωρικῶς εἰρήκασιν Ath.367a, cf. Philist.63, Apollon.Lex.s.uu. ἁμάς, τύνη, Hdn.Gr.1.252, Porph.ad Il.9.378, St.Byz.s.u. Μῆλος, op. Αἰολικῶς S.E.M.1.78, cf. Epiph.Const.Haer.42.12.3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dorien.
Étymologie: Δωριεύς.

German (Pape)

dorisch, Her. und Att. die gew. Form.

Russian (Dvoretsky)

Δωρικός: дорический, дорийский Trag., Her., Thuc., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Δωρικός: -ή, -όν, Ἡρόδ. 8. 43, Τραγ., κτλ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ. Δωριακός, ποιητ. ἀντὶ Δωρικός, Θουκ. 2. 54.

Greek Monotonic

Δωρικός: -ή, -όν, Δωρικός, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.