κατάπαστος
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ον, A besprinkled, bespattered with, στεφάνοις Ar.Eq. 502; ἡδυσματίοις Telecl.1.11; σαργὸν τυρῷ κ. Archestr.Fr.36.3. 2 suitable for use as a powder, Asclep. ap. Gal.13.159, etc. 3 embroidered, ἁλουργίς Ar.Eq.968; Χιτὼν Χρυσῷ κ. D.C.72.17; Χρυσαῖς ἀκτῖσι Hld.3.4, cf. 10.9, Aristid.Or.17(15).10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 saupoudré, jonché, couvert de, τινι;
2 brodé de, τινι.
Étymologie: καταπάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπαστος -ον [καταπάσσω] bestrooid, versierd:. στεφάνοις met kransen Aristoph. Eq. 502.
German (Pape)
(Adj. verb. zu καταπάσσω) bestreut, ἡδυσματίοις, τυρῷ, Teleclid. und Archestr. Ath. VI.268e und VII.321c; στεφάνοις κατάπαστος, mit Kränzen bedeckt, Ar. Eq. 502; von Kleidern, bunt durchwebt oder gestickt, ib. 968; DC. 72.17.
Russian (Dvoretsky)
κατάπαστος:
1 усеянный, т. е. сплошь покрытый (στεφάνοις Arph.);
2 пестро вышитый, расшитый (ἁλουργίς Arph.).
Greek Monolingual
κατάπαστος, -ον (Α) καταπάσσω
1. καλά πασπαλισμένος
2. καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος», Αριστοφ.)
2. κεντημένος, καταστολισμένος («χιτών χρυσῷ κατάπαστος», Διόδ.)
3. κατάλληλος για πασπάλισμα, για ράντισμα.
Greek Monotonic
κατάπαστος: -ον,
1. πασπαλισμένος, σε Αριστοφ.
2. κεντημένος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπαστος: -ον, κατερραντισμένος, πασπαλισμένος, κεκαλυμμένος, στεφάνοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 502· κατάμεστος, ἠδυσματίοις Τηλεκλείδ. «ἐν Ἀμφικτ.» 1, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321C· 2) κεντημένος, πεποικιλμένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· ἁλουργὶς κ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· χιτὼν χρυσῷ κ. Δίων. Κ. 72, 17· χρυσαῖς ἀκτῖσι Ἡλιόδ., πρβλ. 10, 9· κ. χιτῶνες ἀγαλμάτων Ἀριστείδ. 1. 231· «καππαστόν· ποικίλον» Ἡσύχ.
Middle Liddell
κατάπαστος, ον [from καταπάσσω
1. besprinkled, Ar.
2. embroidered, Ar.