καταστοναχέω
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
bewail, c. acc., AP7.574 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
déplorer.
Étymologie: κατά, στοναχέω.
German (Pape)
beseufzen, beklagen, οἰκτρὰ δ' ὑπὲρ τύμβοιο κατεστονάχησαν ἑταῖροι κείμενον Agath. 83 (VII.574).
Russian (Dvoretsky)
καταστονᾰχέω: провожать со стонами, оплакивать (κείμενον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καταστονᾰχέω: μετὰ στεναγμῶν θρηνῶ, μετ’ αἰτιατ., οἰκτρὰ κατεστονάχησαν ἑταῖροι κείμενον Ἀνθ. Π. 7. 574.
Greek Monotonic
καταστονᾰχέω: μέλ. -ήσω, θρηνώ με στεναγμούς, σε Ανθ.
Middle Liddell
fut. ήσω, to bewail, Anth.