κοχλιοειδής

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλιοειδής Medium diacritics: κοχλιοειδής Low diacritics: κοχλιοειδής Capitals: ΚΟΧΛΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kochlioeidḗs Transliteration B: kochlioeidēs Transliteration C: kochlioeidis Beta Code: koxlioeidh/s

English (LSJ)

ές, spiral, Hsch. s.v. πολύδονος; κ. γραμμή conchoid, Simp.in Ph.60.14, in Cat.192.20. Adv. -δῶς by means of a screw, Ph.Byz.Mir.1.4.

German (Pape)

ές, schneckenförmig, wie ein Schneckenhaus gewunden, Plut. plac.phil. 4.16. – S. κοχλιώδης.

Russian (Dvoretsky)

κοχλιοειδής: v.l. κοχλιώδης 2 винтообразный, спиральный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλιοειδής: -ές, ἑλικοειδής, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύδοτος, Ἐπίρρ. -δῶς, «αἱ δὲ τῶν ὑδάτων ἀναγωγαί... κοχλιοειδῶς ἀνατρέχουσιν» Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θαυμάτ. 1.

Greek Monolingual

-ές (AM κοχλιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κοχλία, ελικοειδής, σπειροειδής.
επίρρ...
κοχλιοειδώς (AM κοχλιοειδῶς)
σπειροειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -ειδής (< εἶδος)].