νυγμός

From LSJ
Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμός Medium diacritics: νυγμός Low diacritics: νυγμός Capitals: ΝΥΓΜΟΣ
Transliteration A: nygmós Transliteration B: nygmos Transliteration C: nygmos Beta Code: nugmo/s

English (LSJ)

ὁ, A pricking sensation, irritation, Ruf. ap. Orib.8.24.62: in plural, of gout, Luc.Ocyp.30. II metaph., of the prickings of conscience, τῶν παρανομημάτων ν. εἰς τὴν ψυχὴν λαμβάνειν D.S.13.58; but also, = νύγμα II, ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Plu.Phil.9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.

German (Pape)

ὁ, das Stechen; DS. 13.58; Luc.; Plut. Philop. 9.

Russian (Dvoretsky)

νυγμός: ὁ Diod., Plut. = νυγμή.

Greek (Liddell-Scott)

νυγμός: ὁ, (νύσσω) τὸ νύσσειν, κέντημα. Διόδ. 13. 58· μεταφ., ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Πλουτ. Φιλοπ. 9· πρβλ. νύγμα.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νυγμός)
1. κέντημα, τσίμπημα, ερεθισμός
2. μτφ. υπαινιγμός, νύξη
αρχ.
1. ερεθισμός τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές
2. μτφ. οι τύψεις της συνείδησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. -νύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μός].