νηπιάζω

From LSJ
Revision as of 12:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐάζω Medium diacritics: νηπιάζω Low diacritics: νηπιάζω Capitals: ΝΗΠΙΑΖΩ
Transliteration A: nēpiázō Transliteration B: nēpiazō Transliteration C: nipiazo Beta Code: nhpia/zw

English (LSJ)

to be as a babe, childish, Erinn.in PSI9.1090.55 + 15 (p.xii), Hp.Ep.17, 1 Ep.Cor.14.20, Porph.Gaur.12.4.

German (Pape)

νηπιαχεύω, Hippocr., Hesych. erkl. νηπιάζεται durch μωραίνεται.

Russian (Dvoretsky)

νηπιάζω: быть как дети, уподобляться младенцам NT.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιάζω: τῷ ἑπομ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1281. 52· - νηπιάζομαι, «νηπιάζεται· μωραίνεται» Ἡσύχ.

English (Strong)

from νήπιος; to act as a babe, i.e. (figuratively) innocently: be a child.

English (Thayer)

(cf. Winer's Grammar, 92 (87)); (νήπιος, which see); to be a babe (infant): Hippocrates; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

(ΑΜ νηπιάζω) νήπιος
1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι
2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού
αρχ.
1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)
2. (για χριστιανό) εισέρχομαι για πρώτη φορά στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας.

Chinese

原文音譯:nhpi£zw 尼披阿索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(反-說)
字義溯源:言行如嬰孩,作嬰孩,嬰孩;源自(νήπιος)=不能說話的),由(νή)X*=不)與(ἔπος)=話語)組成,而 (ἔπος)出自(λέγω)*=講)。參讀 (νήπιος)同源字參讀 (βρέφος)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 嬰孩(1) 林前14:20

French (New Testament)

être un enfant (très jeune enfant)
νήπιος