τρωκτός

From LSJ
Revision as of 12:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωκτός Medium diacritics: τρωκτός Low diacritics: τρωκτός Capitals: ΤΡΩΚΤΟΣ
Transliteration A: trōktós Transliteration B: trōktos Transliteration C: troktos Beta Code: trwkto/s

English (LSJ)

ή, όν, A to be gnawed or eaten raw; eatable, Hdt.2.92; κῆποι τ. kitchen gardens, Philostr.VA3.56; τ. λάχανα Artem.1.67. II τρωκτά, τά, = τρωγάλια, fruits eaten at dessert, ὅσα ἐστὶ τ. X.An.5.3.12; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος sweatmeats of sesame and honey, Hdt.3.48.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l'on peut croquer ou manger ; τὰ τρωκτά friandises de dessert ; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος HDT des gâteaux de sésame et de miel.
Étymologie: adj. verb. de τρώγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρωκτός -ή -όν [τρώγω] rauw eetbaar; subst. τὰ τρωκτά knabbelgoed.

German (Pape)

adj. verb. von τρώγω, benagt, zernagt, bes. roh gegessen, roh zu essen, zu knuppern, Her. 2.92; dah. τὰ τρωκτά, der Nachtisch, bes. Früchte, Nüsse, Knackmandeln, τρωκτὰ ὡραῖα, Xen. An. 5.3.12.

Russian (Dvoretsky)

τρωκτός: [adj. verb. к τρώγω съедобный Her.

Greek (Liddell-Scott)

τρωκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τρώγω, ὁ τρωγόμενος, ἐδώδιμος, ἰδίως ὁ καρπὸς ὁ τρωγόμενος ὠμός, ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίγνεται συχνὰ Ἡρόδ. 2. 92· τρ. κῆπος, ὁ περιέχων καρποφόρα δένδρα ἢ ἄλλα φυτά, Φιλόστρατ. 138. ΙΙ. τρωκτά, τά, = τρωγάλια, καρποὶ τρωγόμενοι ὡς ἐπιδορπίσματα, ὅσα ἐστὶ τρ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 12· τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος, γλυκύσματα ἐκ.., Ἡρόδ. 3. 48.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τρώγω
1. εδώδιμος, ιδίως ο καρπός που τρώγεται ωμός
2. (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρωκτά
τα τρωγάλια.

Greek Monotonic

τρωκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τρώγω,
I. αυτός που τρώγεται ωμός· φαγώσιμος, σε Ηρόδ.
II. τρωκτά, τά = τρωγάλια, στον ίδ.

Middle Liddell

τρωκτός, ή, όν verb. adj. of τρώγω
I. to be eaten raw: eatable, Hdt.
II. τρωκτά, τά, = τρωγάλια, Hdt.