τρυφητής
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
οῦ, ὁ, voluptuary, D.S.8.18, Ptol.Tetr.162, Ath.1.7a, Heph.Astr.1.1: also τρῠφ-ητίας, ου, ὁ, Hdn.Epim.137.
German (Pape)
ὁ, der Schwelger, Weichling, Wollüstling, Sp., wie Ath. I.7a.
Russian (Dvoretsky)
τρῠφητής: οῦ ὁ изнеженный человек, сибарит Diod.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφητής: -οῦ, ὁ, διερχόμενος τὸν ἑαυτοῦ βίον ἐν τρυφαῖς, ἔκδοτος εἰς τρυφήν, φιλήδονος, ἀκόλαστος, Διοδ. Ἐκλογ. 549. 82, Ἀθήν. 7Α· ὡσαύτως τρυφητίας, ου, ὁ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 137, Κ. Μανασσ. Χρον. 6692.
Greek Monolingual
ὁ, Α τρυφῶ
1. άτομο που ζει άνετη και πολυτελή ζωή
2. έκδοτος στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος.