τριπόνητος
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
ἔρις, fruit of threefold rivalry in toil, AP 6.286 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
accompli par un triple travail.
Étymologie: τρεῖς, πονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριπόνητος -ον [τρι-, πονέω] waar intensief aan gewerkt is.
German (Pape)
dreimal gearbeitet, ἔρις, Wettstreit dreier Arbeiterinnen untereinander, Leon.Tar. 20 (VI.286).
Russian (Dvoretsky)
τρῐπόνητος: связанный с тройной работой: τ. ἔρις Anth. соревнование между тремя работницами.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπόνητος: ἔρις, ἅμιλλα μεταξὺ τριῶν ἐργατίδων γυναικῶν πρὸς ἐκπόνησιν ἔργου τινός, Ἀνθ. Π. 6. 286.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «τριπόνητος ἔρις» — άμιλλα μεταξύ τριών εργατριών για τη διεκπεραίωση ενός έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. χειρο-πόνητος].
Middle Liddell
τρῐπόνητος, ἔρις, ιος, ἡ,
τρῐπόνητος, ἔρις, ἡ, a contest between three labouring women, Anth.