ἀκροφύσιον
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό, (φῦσα) A snout or pipe of pair of bellows, S.Fr.992, Th.4.100; ῥήματα . . ἐπιδεικνύναι πάντ' ἀπ' ἀκροφυσίων fresh from the bellows (as we say, 'from the anvil'), Ar.Fr.699. II comet's tail, D.C.78.30.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ῡ-]
1 tubo de fuelle S.Fr.992, Th.4.100, fig. ῥήματα ... πάντ' ἀπ' ἀκροφυσίων palabras ... recién salidas del fuelle, recién forjadas Ar.Fr.719.
2 cola de cometa D.C.78.30.1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 extrémité du tuyau d'un soufflet;
2 queue de comète.
Étymologie: ἄκρος, φῦσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροφύσιον -ου, τό ἄκρος, φῦσα pijp van een blaasbalg.
German (Pape)
τό, die Spitze des Blasebalgs, Thuc. 4.100; Soph. frg. 824; Ar. bei B.A. 415b; bei DC. Schweif eines Kometen.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροφύσιον: (ῡ) τό дульце кузнечного меха Thuc., Soph., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροφύσιον: το, (φῦσα) ὁ σωλὴν τῶν φυσητήρων, Σοφ. Ἀποσπ. 824, Θουκ. 4. 100· ῥήματα ... ἐπιδεικνύναι πάντ᾿ ἀπ᾿ ἀκροφυσίων, πρόσφατα ἀπὸ τῶν φυσητήρων, μόλις ἐξελθόντα ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ τεχνίτου, δηλ. νέα, «ἀπ᾿ ἀκροφυσίων λόγους ἐνδεικνύναι: οἱονεὶ καινοὺς καὶ νεοποιήτους» μόλις ἐξελθόντας ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ τεχνίτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 561. ΙΙ. κομήτου οὐρά, Δίων Κ. 78. 30.
Greek Monotonic
ἀκροφύσιον: τὸ (φῦσα), έμβολο ή σωλήνας φυσερού, σε Θουκ.