ἀρρενωπία
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ἡ, manly look, manliness, Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
aspecto viril, virilidad Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
air mâle ou viril.
Étymologie: ἀρρενωπός.
German (Pape)
ἡ, das männliche Aussehen, Mannhaftigkeit, Plat. Symp. 192a neben ἀνδρεία.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενωπία: ἡ мужественный вид, возмужалость Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενωπία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἀρρενωπός, ἀρρενωπότης, Πλάτ. Συμπ. 192Α.
Greek Monolingual
ἀρρενωπία, η (Α) αρρενωπός
η αρρενωπότητα, η ανδρικότητα.
Greek Monotonic
ἀρρενωπία: ἡ, ανδρική, ανδροπρεπής εμφάνιση, ανδροπρέπεια, ανδρισμός, αρρενωπότητα, σε Πλάτ.