ἀκροπενθής
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ές, f.l. for ἁβροπενθής, A.Pers.135 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
extrêmement affligé.
Étymologie: ἄκρος, πένθος.
German (Pape)
Περσίδες, höchst traurig, Aesch. Pers. 132.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροπενθής: горько скорбящий (Περσίδες Aesch. - v.l. ἁβροπενθής).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροπενθής: -ές, εἰς ὑπερβολὴν τεθλιμμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 135 (λυρ.)· ἀλλ’ ὁ Paley γράφει ἁβροπενθεῖς, ἁβρῶς πενθοῦσαι, ἐκ τοῦ Σχολ., πρβλ. ἁβρόγοος.
Greek Monolingual
ἀκροπενθὴς (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + -πενθὴς < πένθος.
Greek Monotonic
ἀκροπενθής: -ές (πένθος), υπερβολικά θλιμμένος, σε Αισχύλ.