ἀφροντιστέω
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
A to be heedless, Pl.Lg. 917c. 2 have no care of, pay no heed to, ἀρχόντων ib.885a, v.l. in X.An.5.4.20, cf. Plb.9.13.1; περί τινος Hp.Praec.7 (dub.); ὑπὲρ τῆς βασιλείας Philostr.VA1.38.
Spanish (DGE)
1 no preocuparse de, despreciar c. gen. εὐπρεπίης Hp.Praec.13, τῶν ἀρχόντων Pl.Lg.885a, ψόγου X.Smp.8.33, τῆς ξὺν ἡμῖν τάξεως X.An.5.4.20 (ap. crít.), μηδενός Plb.9.13.1, οὐδὲ ... τῆς πόλεως ἠφροντίστησεν IPr.108.105 (II a.C.), τῆς φιλοδοξίας IPr.114.17 (I a.C.), συκοφαντίας Hld.8.8.4
•c. prep. ὑπὲρ τῆς βασιλείας Philostr.VA 1.38
•c. inf. ἀφροντιστέοντες περὶ αὐτέων λαμβάνειν Hp.Praec.7.
2 abs. ser despreocupado ἀφροντιστῶν δὲ καὶ ἀπειθῶν Pl.Lg.917c, ἐξήγαγε τοὺς Ῥωμαίους ἀφροντιστοῦντας D.C.40.21.1.
German (Pape)
[Seite 415] sorglos sein, sich nicht kümmern, Plat. Legg. X, 855 a; τινός Xen. Conv. 8, 33; An. 5, 4, 20 v.l. für ἀμελήσαντες; Sp.; ὑπέρ τινος Philostr.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 n'avoir aucune souci de, ne se préoccuper en rien de, gén.;
2 abs. être insouciant, indifférent.
Étymologie: ἀφρόντιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφροντιστέω:
1 быть беззаботным, беспечным Plat., Plut.;
2 не заботиться, не беспокоиться (τινος Xen., Plat., Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροντιστέω: εἶμαι ἄφροντις, Πλάτ. Νόμ. 917C. 2) δὲν φροντίζω περί τινος, οὐδεμίαν δίδω προσοχὴν εἰς πρᾶγμά τι, τινος αὐτόθι 885Α, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 20· περί τινος Ἱππ. 27. 30· ὑπέρ τινος Φιλόστρ. 47· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. ἀφροντιστητέον, Πολύβ. 9. 16, 5.
Greek Monotonic
ἀφροντιστέω: μέλ. -ήσω, δεν έχω καμία φροντίδα, έγνοια για, δεν δίνω προσοχή σ' ένα πράγμα, με γεν., σε Ξεν.
Middle Liddell
[From ἀφρόντιστος
to have no care of, pay no heed to a thing, c. gen., Xen.