ἀδοξέω
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
A to be held in no esteem, be in ill repute, ἀδοξοῦντες, opp. οἱ δοκοῦντες, E.Hec.294, cf. D.19.103; opp. εὐδοκιμεῖν, Arist.Rh. 1372b22. II trans., hold in no esteem, in contempt, τινά J.BJ 1.26.2, al., cf. Plu.Luc.14:—hence in Pass., αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι] . . ἀδοξοῦνται πρὸς τῶν πόλεων X.Oec.4.2.
Spanish (DGE)
I intr.
1 carecer de fama o reputación, no ser estimado, ser tenido en poco op. οἱ δοκοῦντες E.Hec.294, op. οἱ εὐδοκιμοῦντες Arist.Rh.1372b21, ὁ θεὸς ἀδοξήσει ἐν τοῖς ἔθνεσι δι' αὐτοῦ Dios será menospreciado entre los gentiles por su causa, T.Nephth.8.6
•mismo sent. en v. med. αἵ γε βαναυσικαὶ (τέχναι) ... ἀδοξοῦνται πρὸς τῶν πόλεων los oficios artesanales son tenidos en poco en las ciudades X.Oec.4.2.
2 tener mala reputación, perder la honra, ser despreciado ὑμᾶς ἐξηπάτηκεν, ἀδοξεῖ, κρίνεται os ha engañado, posee mala reputación, está encausado D.19.103, ὁ πορνεύων ... ἀδοξῶν οὐκ αἰσχύνεται T.Iud.15.1, εἴ γε μὴν τὸ εὐδοξεῖν ἡδύ, τὸ ἀδοξεῖν δήπου λυπηρόν Plu.2.1100c, cf. D.C.11.17
•c. ac. rel. Ἀθηναῖοι δὲ μηδὲν ἠδόξουν los atenienses no eran deshonrados en nada Aeschin.2.163
•c. παρά y dat. de pers. Πόπλιος ... παρὰ τοῖς Ῥωμαίοις ἠδόξει Plb.1.52.2, cf. Plu.2.727e
•c. ἐπί y dat. de cosa, Plu.Dem.15.
3 sentirse agraviado Θεστίου παῖδες, ἀδοξοῦντες εἰ παρόντων ἀνδρῶν γυνὴ τὰ ἀριστεῖα λήψεται Apollod.1.8.2.
4 diferenciarse, desemejarse ἀδοξήσει ἀπὸ ἀνθρώπων τὸ εἶδος σου καὶ ἡ δόξα σου ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων LXX Is.52.14.
II tr.
1 despreciar, menospreciar μὴ βουλόμενος, ἀλλ' ἀδοξῶν no queriendo, sino teniéndolo a deshonra iniciar una guerra, Plu.Luc.14, τὸν πατέρα δι' ἀγένειαν ἀδοξῶν I.BI 1.522.
2 mostrar, manifestar desaprobación abs. TAM 5.231.12 (Lidia III d.C.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀδοξήσω, ao. ἠδόξησα, pf. inus.
1 être peu estimé;
2 faire peu de cas de, mépriser.
Étymologie: ἄδοξος.
German (Pape)
unberühmt sein, Eur. Hec. 294; Plut. Lucull. 14; in schlechtem Rufe stehen, neben κακῶς ἀκούειν Pericl. 12; παρά τινι Caes. 10; καὶ γελαστοὶ γίνονται Xen. Mem. 4.2.29. – Act., unrühmlich, für Schande halten, Plut. Luc. 4; APP öfter; pass., verachtet werden, Xen. Oec. 4.2.
Russian (Dvoretsky)
ἀδοξέω:
1 быть незнатным Eur., Plut.;
2 иметь дурную славу (παρά τινι Plut.): ἀ. καὶ καταφρονούμενος ζῆν Xen. быть окруженным бесславием и презрением;
3 не уважать, презирать (τινα Plut.): ἀδοξεῖσθαι πρός τινος Xen. быть в презрении у кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδοξέω: εἰμὶ ἄδοξος, δὲν ἔχω καλὴν φήμην, διατελῶ ἐν δυσφημίᾳ, Εὐρ. Ἑκ. 294, Δημ. 374. 7· ― ἀντίθετον τῷ εὐδοκιμεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12. 16. ΙΙ. μεταβ. δὲν ἐκτιμῶ, δὲν θεωρῶ ἄξιον τιμῆς, περιφρονῶ τινα, Πλουτ. Λούκουλ. 4: ― ἐντεῦθεν ἐν παθητ. φωνῇ: αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι]... ἀδοξοῦνται πρὸς τῶν πόλεων, Ξεν. Οἰκ. 4. 2.
Greek Monotonic
ἀδοξέω: μέλ. -ήσω,
I. δεν έχω καλή φήμη, βρίσκομαι σε δυσφημία, σε Ευρ., Δημ.
II. μτβ., δεν θεωρώ άξιο τιμής, περιφρονώ· τινά, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to be held in no esteem, to stand in ill repute, Eur., Dem.
II. trans. to hold in no esteem, τινα Plut.