δυσπαρακολούθητος

From LSJ
Revision as of 14:27, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαρᾰκολούθητος Medium diacritics: δυσπαρακολούθητος Low diacritics: δυσπαρακολούθητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparakoloúthētos Transliteration B: dysparakolouthētos Transliteration C: dysparakoloythitos Beta Code: dusparakolou/qhtos

English (LSJ)

ον, A hard to follow, i. e. hard to understand, Men.490, D.H.Pomp.5, Corn.ND7, J.AJ11.3.10, Arr.Epict.2.12.10. II Act., hard of understanding, dull, M.Ant.5.5 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de seguir, e.e., difícil de entender δυσπαρακολούθητόν τι πρᾶγμ' ἐστὶν τύχη Men.Fr.380, la estructura del discurso, D.H.Pomp.5.2, Th.29.1, Is.14.4, ἡ φράσις D.H.Amm.2.15.1, ἡ διαίρεσις τῶν χρόνων D.H.Th.9.4, cf. Corn.ND 7, ἡ διήγησις I.AI 11.68, ῥήματα Arr.Epict.2.12.10, ἡ σύνθεσις Demetr.Eloc.4, λόγια Iambl.VP 247.
2 que entiende con dificultad de pers., M.Ant.5.5, Iambl.VP 74, Sch.Ar.Nu.629.

German (Pape)

[Seite 686] 1) dem man schwer folgen kann, schwer zu begreifen, Dion. Hal. iud. Thuc. 9 u. a. Rhett. – 2) schwer folgend, begreifend, M. Anton. 5, 5, im compar., u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à suivre, à comprendre;
2 qui suit ou comprend avec peine.
Étymologie: δυσ-, παρακολουθέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαρακολούθητος: досл. за которым трудно следовать или следить, перен. малопонятный, непостижимый (πρᾶγμα Men.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. δυσνόητος, δυσκατάληπτος, Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. μετὰ δυσκολίας ἐννοῶν, νωθρός, Μ.Ἀντων. 5. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσπαρακολούθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, δυσνόητος
αρχ.
αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος.