εὐερνής

From LSJ
Revision as of 17:04, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")

Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt

Menander, Monostichoi, 412
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐερνής Medium diacritics: εὐερνής Low diacritics: ευερνής Capitals: ΕΥΕΡΝΗΣ
Transliteration A: euernḗs Transliteration B: euernēs Transliteration C: evernis Beta Code: eu)ernh/s

English (LSJ)

ές, (ἔρνος) sprouting well, flourishing, δάφνα E.IT1100 (lyr.); of a kind of Cassia, Dsc.1.13; δένδρον-έστατον Ph.1.629; of men and animals, well-grown, Posidon.Fr.28 J. (Comp.), Str.11.4.3, Epigr.Gr.314.10 (Smyrna): Comp. -έστερα, νήπια Gal.17(1).826; of countries, rich in plants, εὔβοτος καὶ εὐ. Str.16.1.24.

German (Pape)

[Seite 1066] ές, gut wachsend, blühend; δάφνη Eur. I. A. 1100; δένδρον Ael. H. A. 8, 26, u. so a. gp.; auch vom Lande, καὶ εὔβοτος Strab. XVI, 747, der es auch vom Vieh gebraucht, gut gedeihend, XI, 502, u. von Menschen, schön gewachsen, schlank, II, 103.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui pousse bien ; grand, élancé;
2 où les plantes poussent bien, couvert d'une riche végétation.
Étymologie: εὖ, ἔρνος.

Russian (Dvoretsky)

εὐερνής: прекрасно растущий, пышно разросшийся или высокий (δάφνη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐερνής: -ές, (ἔρνος) καλῶς βλαστάνων, θάλλων, Εὐρ. Ι. Τ. 1100· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, καλῶς ηὐξημένος, εὔσωμος, Ποσειδώνιος παρὰ Στράβ. 103, πρβλ. 502, Ἀνθ. Π. παράρτ. 257. 10· ἐπὶ χώρας, πλουσία εἰς φυτά, εὔβοτος καὶ εὐερνὴς Στράβ. 477. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

εὐερνής, -ές (Α)
1. αυτός που βλασταίνει καλά, ο θαλερός («δάφναν τε εὐερνέα», Ευρ.)
2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που έχει καλά διαπλασμένο σώμα, ο εύσωμος («εὐερνέστερα νήπια», Γαλ.)
3. (για χώρα) αυτός που είναι πλούσιος σε φυτά («εὔβοτος καὶ εὐερνής», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ερνής (< έρνος «νεαρό φυτό»), πρβλ. δυσ-ερνής].

Greek Monotonic

εὐερνής: -ές (ἔρνος), αυτός που φυτρώνει καλά, ακμαίος, θαλερός, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὐ-ερνής, ές ἔρνος
sprouting well, flourishing, Eur.