ἔκθεσμος

From LSJ
Revision as of 23:40, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκθεσμος Medium diacritics: ἔκθεσμος Low diacritics: έκθεσμος Capitals: ΕΚΘΕΣΜΟΣ
Transliteration A: ékthesmos Transliteration B: ekthesmos Transliteration C: ekthesmos Beta Code: e)/kqesmos

English (LSJ)

ον, lawless, unlawful, Ph.2.502, Phint. ap. Stob.4.23.61, POxy.129.4 (vi A. D.); monstrous, ὄναρ Plu.Caes.32; ὑποθέσεις Phld. Sto.339.18; εὑρήματα Ph.1.335 (Sup.).

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἐχθ- Phld.Sto.12.14
I 1ilícito, criminal esp. en rel c. las prohibiciones sex. ἔκθεσμον ... εἶμεν ἁδονᾶς ἕνεκεν ἁμαρτάνεν καὶ ὑβρίζεν Phint.153.5, ref. a un sueño incestuoso, Plu.Caes.32, cf. D.L.9.83, c. otras prohibiciones ἔ. σαρκοφαγία LXX 4Ma.5.14, ὑποθέσεις Phld.l.c., θυσία ... ἡ δι' ἀνθρώπων Hld.10.9.6, ref. a la divergencia relig. ἔθη Ph.2.443, ἀσέβεια Ph.1.205, ἐκθεσμότατα ... εὑρήματα Ph.1.335, ἔ. σπορά la semilla criminal de la divergencia, Athenag.Res.1.1, συνήθεια Gr.Nyss.Eun.2.197, εἰδωλολατρία Eus.VC 1.13.3, gener. πράγματα POxy.129.4 (VI d.C.), ἁμαρτία Anon. en Zonar.
subst. τὸ ἔ. acto ilícito ἔκθεσμα δρῶντος Phalar.Ep.122, cf. Philost.HE 6.3 (p.71.18).
2 aberrante, irregular en la crít. lingüíst. y literaria τινὲς γράφουσιν «ἰῶ», εἶτα «καταδακρυόεσσαν». γίνεται δὲ ἔκθεσμον Sch.Er.Il.11.601a, cf. 3.244, EM 481.27G.
subst. neutr. plu. cosas aberrantes, absurdos op. σοφά Aristarch. en Sch.Pi.O.2.152c.
II adv. -ως
1 ilícitamente de la elección de un obispo, Synes.Ep.67 (p.108).
2 de modo antinatural o aberrante, criminalmente θυγατράσι καὶ ἀδελφαῖς μίγνυσθαι Eus.PE 1.4.6.

German (Pape)

[Seite 760] außer dem Gesetz, gesetzwidrig, Philo u. a. Sp. Dah. = greulich, ὄναρ Plut. Caes. 32. – Adv., Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extraordinaire, effrayant.
Étymologie: ἐκ, θεσμός.

Russian (Dvoretsky)

ἔκθεσμος: жуткий, страшный (ὄναρ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθεσμος: -ον, ὁ ἐκτὸς τοῦ νόμου, ἄνομος, παράνομος, Λατ. exlex, Φιντ. παρὰ Στόβ. 444. 37· φρικτός, δεινός, ὄναρ Πλουτ. Καῖσ. 32. - Ἐπίρρ. -μως, Συνέσ. 210 Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκθεσμος, -ον)
αυτός που γίνεται με παράβαση τών θεσμών, παράνομος
μσν.
(για πρόσ.) άδικος, άνομος
αρχ.
τερατώδης, φρικτός («ἔκθεσμον ὄναρ»).

Greek Monotonic

ἔκθεσμος: -ον, ὁ, ο εκτός νόμου, παράνομος· φρικτός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἔκ-θεσμος, ον
out of law, lawless: horrible, Plut.