δηλητήριος

From LSJ
Revision as of 19:30, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηλητήριος Medium diacritics: δηλητήριος Low diacritics: δηλητήριος Capitals: ΔΗΛΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: dēlētḗrios Transliteration B: dēlētērios Transliteration C: dilitirios Beta Code: dhlhth/rios

English (LSJ)

ον, A noxious, φάρμακα SIG 37(Teos, v B. C.), cf. J.BJ1.13.10, Gal.Nat.Fac.3.7, Hdn.3.5.5. 2 δηλητήριον (sc. φάρμακον), τό, poison, Hp.Ep.19 (Hermes 53.69), Plu. 2.662c, Hdn.1.17.10, Lib.Or.64.33; τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δ. Porph.Abst.3.8.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [tb. -ος, -α, -ον Gal.11.763, 12.899, en Aët.8.45, Aët.3.162; plu. dat. -ίοισι Aret.SA 1.7.3, 2.10.3]
I 1nocivo, deletéreo, venenoso φάρμακον SIG 37.1 (Teos V a.C.), I.BI 1.272, Dsc.4.142.1, Gal.1.404, 2.161, Aret.ll.cc., Ath.84f, Ps.Callisth.3.31B, D.C.72.14.4, Epit.8.15.6, Hdn.3.5.5, Clem.Al.Prot.10.89, Chrys.M.54.585, Sopat.Tract.92.6, Hsch., δυνάμεις Androm. en Gal.13.199, ἑρπετόν Plu.Fluu.18.9, ἰός Clem.Al.Prot.10.106, de plantas, Gal.11.683, Aët.1.294, Pall.in Hp.2.150, δένδρον ... δηλητηρίου δυνάμεως Gal.12.127, cf. 10.840, Aët.8.45, βαράθρου δηλητηρίαν αὔραν ἀποπνέοντος Aët.3.162
c. gen. τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ δηλητήριόν ἐστι τριχῶν Cyran.2.42.4.
2 fig. pernicioso de los vicios, Pall.V.Chrys.18.310, 19.144, cf. Gr.Nyss.Apoll.131.14.
II subst. τὸ δ. (sc. φάρμακον) veneno κιτρίον ... ἀντιφάρμακόν ἐστι παντὸς δηλητηρίου Ath.84d, καὶ δηλητηρίου ψυχὴ δολερὰ πικρότερον Hld.8.8.2, τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δηλητήρια Porph.Abst.3.8, cf. Dsc.5.97.2, Plu.2.662c, M.Ant.6.36, Hdn.1.17.10, Amph.Exerc.926, Basil.Hex.5.4, Lib.Or.64.33, Sopat.Tract.13.24, Cass.Fel.51, Iust.Nou.140 praef.

German (Pape)

[Seite 560] ον, schädlich; φάρμακον, Herodian. 3, 5, 9.

Russian (Dvoretsky)

δηλητήριος: вредоносный, ядовитый (ἑρπετόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δηλητήριος: -ον, βλαπτικός, φάρμακα Ἡρῳδιαν. 3. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 42. 2) δηλητήριον (ἐνν. φάρμακον), τό, «φαρμάκι», Ἀριστ. Φυτ. 1. 5, 7, Πλούτ. 2. 662C.

Greek Monolingual

-ον
βλ. δηλητήριο.