καταντία

From LSJ
Revision as of 22:25, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταντία Medium diacritics: καταντία Low diacritics: καταντία Capitals: ΚΑΤΑΝΤΙΑ
Transliteration A: katantía Transliteration B: katantia Transliteration C: katantia Beta Code: katanti/a

English (LSJ)

ἡ, A hanging downwards, Hp.Off.3. II καταντία, v. καταντίον.

German (Pape)

[Seite 1366] ἡ, die Abschüssigkeit. Vgl. καταντίος.

French (Bailly abrégé)

2adv.
en face, vis-à-vis.
Étymologie: καταντίος, sel. d'autres κατ' ἀντία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταντία -ας, ἡ [κατάντης] hellende stand. Hp.

Russian (Dvoretsky)

καταντία: adv. Agesianax ap. Plut. = καταντίον II.

Greek (Liddell-Scott)

καταντία: ἡ, ἡ κλίσις πρὸς τὰ κάτω, τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 741· ὁ Γαλην. ἑρμηνεύει, τὴν κατάρροπον τῶν μελῶν θέσιν.

Greek Monolingual

καταντία, ἡ (Α) κατάντης
1. το κρέμασμα προς τα κάτω
2. (ως επίρρ.) καταντίον («πόντου καταντία κυμαίνοντος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως ουσ. < κατ(α)- + ἀντία, θηλ. του ἀντίος (< ἀντί). Ως επίρρ. πιθ. < φρ. κατ’ ἀντία, όπου ἀντία επίρρ. < ἀντίος.