ἀποτμήξ
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
ἀποτμῆγος, ὁ, ἡ, cut off, sheer, like ἀπορρώξ, σκοπιή A.R.2.581.
Spanish (DGE)
ἀποτμῆγος cortado, tallado a pico σκοπιή A.R.2.581.
German (Pape)
[Seite 331] ἀποτμῆγος, abgeschnitten, steil, σκοπιά Ap. Rh. 2, 581.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτμήξ: ἀποτμῆγος, ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, ἀπότομος, ὡς τὸ ἀπορρώξ, ἀποτμῆγι σκοπιῇ ἴσον, ὅ ἐ. ἀπερρηγμένη, ἀπεσχισμένη, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 581.
Greek Monolingual
ἀποτμήξ (ἀποτμῆγος), ο, η (Α) αποτμήγω
αυτός που έχει αποκοπεί, απότομος.