προσερέσθαι
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
aor. 2 inf., fut. -ερήσομαι Hsch., Phot., Suid.:—ask besides, τινά τι Pl.Prt.311e, Demod.382c.
French (Bailly abrégé)
demander en outre.
Étymologie: πρός, ἐρέσθαι.
Russian (Dvoretsky)
προσερέσθαι: (inf. aor. 2 с fut. προσερήσομαι) спросить еще (τινά τι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
προσερέσθαι: ἀόρ. β΄ ἀπαρ. μετὰ μέλλ. -ερήσομαι· μέσ.· ― ἐρωτᾶν προσέτι, Πλάτ. Πρωτ. 311Ε, Τίμ. 50Α.
Greek Monotonic
προσερέσθαι: απαρ. αορ. βʹ με μέλ. -ερήσομαι — Μέσ., ρωτώ επιπλέον, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. -ερήσομαι
Mid. to ask besides, Plat.