ἐπιθέλγω
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
soothe, assuage, τὴν ὀργήν Plu.2.456a.
German (Pape)
[Seite 942] dazu bezaubern, besänftigen, ἐπιθέλγων καὶ καθιστὰς τὴν ὀργὴν τοῦ ῥήτορος Plut. Coh. ira 6.
French (Bailly abrégé)
flatter.
Étymologie: ἐπί, θέλγω.
Greek Monolingual
ἐπιθέλγω (Α) θέλγω
καταπραΰνω, κατευνάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθέλγω: успокаивать, унимать (τὴν ὀργήν τινος Plut.).