παρεμβύω
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
[ῡ], stuffin, Luc. Hist.Conscr.22.
German (Pape)
[Seite 515] daneben, an der Seite einschieben, παρενεβέβυστο Luc. hist. conscr. 22.
French (Bailly abrégé)
boucher les interstices, bourrer.
Étymologie: παρά, ἐμβύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εμβύω ertussen stoppen.
Russian (Dvoretsky)
παρεμβύω: набивать, напихивать (εὐτελῆ ὀνόματα Luc.).
Greek Monolingual
Α
παρενθέτω, παρενείρω, χώνω κάτι κοντά («μεταξὺ οὕτως εὐτελῆ ὀνόματα καὶ δημοτικὰ καὶ πτωχικά πολλὰ παρενέβυστο», Λουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐμβύω «κλείνω, αποφράσσω»].
Greek Monotonic
παρεμβύω: [ῡ], μέλ. -βύσω, στριμώχνω, γεμίζω, παραγεμίζω, βάζω ανάμεσα, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμβύω: [ῡ], χώννω τι πλησίον, παρενείρω, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22.
Middle Liddell
fut. -βύσω
to stuff in, Luc.