εἱλωτεύω
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
to be a Helot or serf, Isoc. 4.131.
Spanish (DGE)
1 tener la condición de hilota τῇ μὲν αὑτῶν πόλει τοὺς ὁμόρους εἱλωτεύειν ἀναγκάζουσιν Isoc.4.131, ὥσπερ πάλαι Λακεδαιμονίοις Μεσσήνιοι τὰ ὅπλα καταβαλόντες εἱλώτευον Synes.Regn.21
•ref. los sometidos colectivamente en condiciones menos duras que las de un esclavo Μιλήσιοι τοὺς Μαριανδυνοὺς εἱ. ἠνάγκασαν ... ὥστε καὶ πιπράσκεσθαι ὑπ' αὐτῶν, μὴ εἰς τὴν ὑπερορίαν Str.12.3.4.
2 servir como esclavo ὅταν ... τοὺς μὲν βαρβάρους ἀναγκάσῃς εἱ. τοῖς Ἕλλησιν Isoc.Ep.3.5, cf. Harp., Hdn.Epim.48, Anecd.Ludw.58.15.
German (Pape)
[Seite 730] ein Helot sein, als Sklave dienen, τινί, Isocr. 4, 131.
French (Bailly abrégé)
être hilote, servir comme hilote.
Étymologie: εἵλως.
Russian (Dvoretsky)
εἱλωτεύω: быть илотом (τῇ πόλει Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
εἱλωτεύω: εἶμαι Εἵλως ἢ δοῦλος, Ἰσοκρ. 67Ε.