διπόταμος

From LSJ
Revision as of 13:08, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπότᾰμος Medium diacritics: διπόταμος Low diacritics: διπόταμος Capitals: ΔΙΠΟΤΑΜΟΣ
Transliteration A: dipótamos Transliteration B: dipotamos Transliteration C: dipotamos Beta Code: dipo/tamos

English (LSJ)

ον, between two rivers, πόλις E.Supp.621 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δῐπόταμος) -ον que tiene dos ríos πόλις E.Supp.621.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné par deux fleuves.
Étymologie: δίς, ποταμός.

German (Pape)

πόλις, an zwei Flüssen, Theben, Eur. Suppl. 641.

Russian (Dvoretsky)

διπότᾰμος: двуречный, омываемый двумя реками (πόλις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐπότᾰμος: -ον, ὁ μεταξὺ δύο ποταμῶν, πόλις Εὐρ. Ἱκέτ. 621· πρβλ. διθάλασσος.

Greek Monotonic

δῐπότᾰμος: -ον, αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών, σε Ευρ.

Middle Liddell

δῐ-πότᾰμος, ον adj
between two rivers, Eur.