δασύκερκος

From LSJ
Revision as of 13:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠκερκος Medium diacritics: δασύκερκος Low diacritics: δασύκερκος Capitals: ΔΑΣΥΚΕΡΚΟΣ
Transliteration A: dasýkerkos Transliteration B: dasykerkos Transliteration C: dasykerkos Beta Code: dasu/kerkos

English (LSJ)

ον, bushy-tailed, ἀλώπηξ Theoc.5.112.

Spanish (DGE)

(δᾰσύκερκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de cola peluda ἀλώπεκες Theoc.5.112, glos. a θυσάνουρος Hsch.

German (Pape)

[Seite 524] ἀλώπηξ, rauchschwänzig, Theocr. 5, 112.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la queue velue.
Étymologie: δασύς, κέρκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύκερκος -ον [δασύς, κέρκος] met ruige staart.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύκερκος: с мохнатым или пушистым хвостом (ἀλωπηξ Theocr.).

Greek Monolingual

δασύκερκος, -ον (AM)
(για την αλεπού) με φουντωτή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κέρκος «η ουρά»].

Greek Monotonic

δᾰσύκερκος: -ον, αυτός που έχει φουντωτή ουρά· ἀλώπηξ, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύκερκος: -ον, ὁ ἔχων δασεῖαν ἢ πυκνότριχα τὴν οὐράν, ἀλώπηξ Θεόκρ. 112.

Middle Liddell

bushy-tailed, ἀλώπηξ Theocr.