δολοφραδής

From LSJ
Revision as of 13:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολοφρᾰδής Medium diacritics: δολοφραδής Low diacritics: δολοφραδής Capitals: ΔΟΛΟΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: dolophradḗs Transliteration B: dolophradēs Transliteration C: dolofradis Beta Code: dolofradh/s

English (LSJ)

ές, wily-minded, h.Merc.282, Pi.N.8.33.

Spanish (DGE)

(δολοφρᾰδής) -ές
de mente falaz, marrullero de Hermes h.Merc.282, πάρφασις Pi.N.8.33, δολοφραδέες ... μενοιναὶ ... Κρονίδαο pérfidos designios del Crónida Nonn.D.2.27.

German (Pape)

[Seite 655] ές, List ersinnend, listig; H. h. Merc. 282; πάρφασις Pind. N. 8, 33.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui médite des ruses.
Étymologie: δόλος, φράζομαι.

Russian (Dvoretsky)

δολοφρᾰδής: HH Pind. = δολοφρονέων.

Greek (Liddell-Scott)

δολοφρᾰδής: -ές, ἔχων φρονήματα δόλια, δόλους διανοούμενος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 282, Πίνδ. Ν. 8. 56.

English (Slater)

δολοφρᾰδής with treacherous thoughts πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος (N. 8.33)

Greek Monolingual

δολοφραδής, -ές (Α)
ο έμπειρος στους δόλους, αυτός που σκέπτεται δόλια.

Greek Monotonic

δολοφρᾰδής: -ές (φράζω), πανούργος, δόλιος στο μυαλό, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

δολο-φρᾰδής, ές adj adj φράζω
wily-minded, Hhymn.